- ακωδωνιστος
- ἀκωδώνιστοςἀ-κωδώνιστος2неиспытанный, непроверенный
ἀκωδώνιστον ἐᾶν τι Arph. — не разобраться в чем-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀκωδώνιστον ἐᾶν τι Arph. — не разобраться в чем-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακωδώνιστος — ἀκωδώνιστος, ον (Α) [κωδωνίζω] αυτός που δεν ερευνήθηκε λεπτομερώς, ο ανεξέταστος … Dictionary of Greek
ἀκωδώνιστον — ἀκωδώνιστος not tested masc/fem acc sg ἀκωδώνιστος not tested neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)